Δεν ήταν ένα πρωϊνό όπως όλα τα άλλα. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο όταν μπήκα μέσα στη βιβλιοθήκη του κάστρου.
Όταν αντίκρυσα αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα, μου κόπηκε η ανάσα! Βιβλία παντού, στο πάτωμα, στο τζάκι, στα κλαδιά του δέντρου μας - ναι, μέσα στη βιβλιοθήκη μας υπάρχει ένα δέντρο! Αλλά αυτό δεν είναι περίεργο. Το περίεργο είναι γιατί βρήκα τη βιβλιοθήκη σε αυτή την κατάσταση.
"Μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος τι συνέβη εδώ μέσα;"
Οι Μαγικές μου με κοίταζαν με απορία. Τα ματάκια τους ήταν πιο γουρλωμένα από το συνηθισμένο. Η Κουκουβάγια της Επιστήμης είχε στρίψει το κεφαλάκι της και κοίταζε όλη τη βιβλιοθήκη ανάποδα. Μήπως προέκυψε κάποιο πρόβλημα με την βαρύτητα; Η Κουκουβάγια των Παραμυθιών προσπαθούσε να μαζέψει τα παραμύθια που ήταν ριγμένα στο πάτωμα και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή όταν είδε ένα από αυτά σκισμένο! "Ωωωω, όχι!" είπε με παράπονο. Ποιος θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια καταστροφή;
"Βανδαλισμός! Αυτό ονομάζεται "βανδαλισμός", φώναξε θυμωμένα η Κουκουβάγια της Λογοτεχνίας.
"Καλημέρα σας!" ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα. Κακιά συνήθεια να αφήνουμε την πόρτα ανοιχτή. Μα βέβαια, το είχα ξεχάσει. Η Αλεξία, η μάγισσα της Μουσικής, θα ερχόταν σήμερα να μας επισκεφτεί. Καθώς ο ήλιος έλαμπε έξω, διαγραφόταν η φιγούρα της Αλεξίας που ως συνήθως, κουβαλούσε τεράστιες βαλίτσες με μουσικά όργανα. Τα φουντωτά κόκκινα μαλλιά της τα μάζευε σε έναν ψηλό κότσο, κάτι που έκανε το ήδη εκφραστικά και μεγάλα μάτια της, να φαίνονται μεγαλύτερα. "Καλέ, τί συνέβη εδώ;"
"Λυπάμαι, δεν πρόλαβα να σε ειδοποιήσω. Μόλις τώρα τα βρήκαμε .... έτσι. Δεν μπορούμε και να κάτσουμε πουθενά, έτσι όπως είναι εδώ μέσα." Κοίταζα μια την φίλη μου , μία τη βιβλιοθήκη με απελπισία. Τι να πρωτοκάνω; Να παρηγορήσω τις κουκουβάγιες μου, να μαζέψω τα βιβλία, να προσφέρω τσάι στην Αλεξία, να ψάξω αν λείπει κάτι, να κάνω υποθέσεις ποιος είναι ο ένοχος;
"Ποιος το έκανε αυτό;" με κοίταξε απορημένα η Αλεξία. Κούνησα το κεφάλι.
"Δεν έχω ιδέα. Κάποιος μπήκε στο κάστρο μας μάλλον την ώρα που κοιμόμασταν. Και δεν καταλαβαίνω και το γιατί. Τι κέρδισε με όλη αυτή την καταστροφή; Έψαχνε κάτι;"
"Μα δεν κλειδώνετε το κάστρο κάθε βράδυ;"
"Βεβαίως και το κλειδώνουμε. Δεν καταλαβαίνω ποιος μπήκε και πώς μπήκε"
"Χρειάζεστε οπωσδήποτε έναν τρόπο να προστατεύεστε. Κι αυτή η πόρτα σας, διαρκώς ορθάνοιχτη. Κάπως πρέπει να την καλύψετε. Να περνάει απαρατήρητη, να μην καταλαβαίνει κανείς ότι εδώ μέσα είναι κάστρο. Ή ακόμη κι αν το ξέρει, να ψάχνει την πόρτα και να μη τη βρίσκει!"
"Εξαιρετική ιδέα, πραγματικά, ακούγεται πολύ καλή λύση. Αλλά αυτή τη στιγμή, μάλλον, πρέπει πρώτα να βάλω μια τάξη σε αυτό το χάος. Δεν μπορώ να σκεφτώ τί ακριβώς πρέπει να κάνω." Ένιωθα πολύ αμήχανα μπροστά στην Αλεξία. Εμείς την καλέσαμε για να ξεκουραστεί στο κάστρο μας και κοίτα σε τι κατάσταση μας βρήκε.
"Α, μην ανησυχείς, θα αναλάβω εγώ!" μου απάντησε και το βλέμμα της έλαμψε. "Αναρωτιέμαι, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι εδώ βρίσκεται μια πόρτα αν την μεταμορφώναμε σε τοίχο;"
"Σε τοίχο; Μα βέβαια, σε τοίχο! Θα εξαφανίσουμε την πόρτα! Αλλά πως θα το κάνεις;"
"Με το μαγικό μου ραβδί!" είπε και έβγαλε μια μπαγκέτα μαέστρου.
"Δεν καταλαβαίνω" την κοίταξα σαστισμένη. "Νόμιζα πως η μπαγκέτα σου φτιάχνει μόνο μουσική"
"Είναι απλό. Το μαγικό μου ραβδί είναι διπλά μαγικό. Κοίτα!" είπε και με μία κίνηση η μπαγκέτα μεταμορφώθηκε σε πινέλο. Απίστευτο!
"Άφησέ το σε μένα." με καθησύχασε.
"Μα εγώ σε κάλεσα εδώ για να ξεκουραστείς, όχι για να σε αγγαρέψω!"
"Δεν είναι αγγαρεία. Εγώ ξεκουράζομαι όταν ζωγραφίζω" είπε και με απαλές κινήσεις άρχισε να γεμίζει την πόρτα του κάστρου με γραμμές και χρώματα.